Μ(ᾶρκος) Ἰού(λιος) Εὐ[γέ]νιος Κυρίλλου Κέλερος Κουησσέως βουλ(ευτοῦ) | στρατευσ[ά]μενος ἐν τῇ κατὰ Πισιδίαν ἡγεμονικῇ τάξι | καὶ γήμας θυγατέρα Γαίου Νεστοριανοῦ συνκλητικοῦ | Φλ(αουίαν) Ἰουλ(ίαν) Φ[λ]αουιανὴν καὶ μετ᾿ ἐπιτει[μ]ίας στρατευσάμενον | ἐν δὲ τῷ [μ]εταξὺ χρόνῳ κελεύσεως [φ]οιτησάσης ἐπὶ Μαξιμίνου | τοὺς Χρ[ε]ιστιανοὺς θύειν καὶ μὴ ἀπα[λ]λάττεσθαι τῆς | στρατεί[α]ς πλείστας δὲ ὅσας βασάνο[υς] ὑπομείνας | ἐπὶ Διογέ[ν]ους ἡγεμόνος σπουδάσας [τ]ε ἀπαλλαγῆναι | τῆς στρατείας τὴν τῶν Χρειστιανῶν πίστιν φυλάσσων | χρόνον τ[ε] βραχὺν διατρείψαν ἐν τῇ Λαοδικέων πόλι | καὶ βουλήσ[ε]ι τοῦ παντοκράτορος θεοῦ ἐπίσκοπος | κατασταθ[ε]ὶς τοῦ εἴκοσι πέντε ὅλοις ἔτεσιν τὴν ἐπισκοπὴν | μετὰ πολ[λ]ῆς ἐπιτειμίας διο[κ]ήσας καὶ πᾶσαν τὴν ἐκλησίαν | ἀνοικοδο[μ]ήσας ἀπὸ θεμελίων καὶ σύνπαντα τὸν περὶ αὐτὴν | κόσμον [τ]οῦτ᾿ ἐστιν στοῶν τε καὶ τ[ετ]ραστόων καὶ | ζωγραφιῶ[ν] καὶ κεντήσεων κὲ ὑδρείου καὶ προπύλου καὶ πᾶσι τοῖς | λιθοξοικοῖς ἔργοις καὶ πᾶ[σι ἁπ]αξαπλῶ(ς) κατασευά[σας λειψόμε]νός τε τὸν τῶν ἀνθρώπων | βίον ἐποίησα ἐμαυτῷ πέ[λτα τ]ε καὶ σορὸν ἐν ᾗ τὰ [π]ρο[γεγραμμένα] ταῦτα ἐποίησα ἐπιγρ(α)φῖνε | [εἰς κόσ]μον τῆς τε ἐκλ[ησίας κ]ὲ τοῦ γένους μου.

Μάρκος Ιούλιος Ευγένιος, υιός του Κυρίλλου Κέλερος από την Κουησσό, βουλευτή(ς), αφού υπηρέτησα στο τάγμα του (επαρχιακού) κυβερνήτη της Πισιδίας και παντρεύτηκα την κόρη του Γάιου Νεστοριανού συγκλητικού, Φλαβία Ιουλία Φλαουιανή, υπηρετώντας ευδοκίμως/μετ’επαίνου τη θητεία μου, και όταν εν τω μεταξύ με διαταγή επί Μαξιμίνου (που έλεγε) πως οι χριστιανοί θα έπρεπε να θυσιάζουν χωρίς ωστόσο να παύονται από τον στρατό, υπέμεινα πλείστες όσες ταλαιπωρίες επί Διογένη κυβερνήτη (της Πισιδίας) και επεδίωξα να εγκαταλείψω τη θέση μου στον στρατό, διατηρώντας τη χριστιανική πίστη μου. Αφού παρέμεινα στην πόλη της Λαοδίκειας για σύντομο χρονικό διάστημα και έχοντας με το θέλημα του παντοκράτορος θεού καταστεί επίσκοπος και έχοντας διοικήσει την επισκοπή (μου) για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια με μεγάλους επαίνους, ανοικοδόμησα εκ θεμελίων και μέχρι τέλους την εκκλησία και τον πλήρη διάκοσμό της, τουτέστιν κατασκευάζοντας στοές και τετράστοα και ζωγραφικές παραστάσεις και ψηφιδωτά και δεξαμενή και πρόπυλο και ολοκληρώνοντας όλες  τις λιθοξοικές  εργασίες και γενικά οτιδήποτε άλλο. Όταν λοιπόν μου έμενε λίγος χρόνος σε αυτήν εδώ τη ζωή κατασκεύασα για μένα αυτή την ταφική πλίνθο και τη σαρκοφάγο στην οποία παρήγγειλα να γραφτούν τα παραπάνω για να είναι κόσμημα και της εκκλησίας και του γένους μου.    

Η επιγραφή προέρχεται από την αρχαία πόλη της Λαοδίκειας Κατακεκαυμένης (Laodicea Combusta) της Λυκαονίας (σημ. Ladik, Konya Τουρκία). Χαράκτηκε σε λίθινη σαρκοφάγο και χρονολογείται γύρω στο 340 μ.Χ: το ίδιο το κείμενο αναφέρει πως ο Ιούλιος Ευγένιος παρέμεινε επίσκοπος για 25 χρόνια μετά τον διωγμό του Μαξιμίνου Δάια κατά των χριστιανών (312 μ.Χ.). Η μακροσκελής επιγραφή μας πληροφορεί ότι ο Μάρκος Ιούλιος Ευγένιος, αν και καταγόταν από μια μικρή πόλη ή κώμη της περιοχής, αυτός και η οικογένειά του ανήκαν στα μέλη της τοπικής βουλής. Στη συνέχεια παντρεύτηκε την κόρη ενός συγκλητικού. Από την τάξη των βουλευτών (curiales) προερχόταν η πλειοψηφία των επισκόπων του τέταρτου αιώνα.  

Υπηρετούσε ευδοκίμως ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού στο τάγμα του επαρχιακού κυβερνήτη της Πισιδίας (η Αντιόχεια της Πισιδίας ήταν η πρωτεύουσα της επαρχίας) μέχρι που οι διωγμοί κατά των χριστιανών που διέταξε ο Αύγουστος της Ανατολής Μαξιμίνος Δάιας (π. 270-313 μ.Χ) στη Μικρά Ασία το 312 μ.Χ τον ανάγκασαν να αποστρατευτεί διατηρώντας έτσι αλώβητη την πίστη του. Στη συνέχεια χειροτονήθηκε επίσκοπος Λαοδίκειας και παρέμεινε στον επισκοπικό θρόνο για 25 χρόνια φροντίζοντας μεταξύ άλλων για την ανέγερση της επισκοπικής εκκλησίας στη πόλη του. Το ταφικό μνημείο με την αυτοβιογραφική επιγραφή αποσκοπούσε να αποτελέσει κόσμημα για την εκκλησία και το γένος του. Πώς ωστόσο συμβιβάζεται η ιδιότητα του αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με τη χριστιανική ηθική; Και γιατί τελικά αναγκάζεται ο Ιούλιος Ευγένιος να εγκαταλείψει τη θέση του μόλις το 312;

μετ᾿ ἐπιτει[μ]ίας στρατευσάμενον | ἐν δὲ τῷ [μ]εταξὺ χρόνῳ κελεύσεως [φ]οιτησάσης ἐπὶ Μαξιμίνου | τοὺς Χρ[ε]ιστιανοὺς θύειν καὶ μὴ ἀπα[λ]λάττεσθαι τῆς | στρατεί[α]ς πλείστας δὲ ὅσας βασάνο[υς] ὑπομείνας | ἐπὶ Διογέ[ν]ους ἡγεμόνος σπουδάσας [τ]ε ἀπαλλαγῆναι | τῆς στρατείας τὴν τῶν Χρειστιανῶν πίστιν φυλάσσων.

 

Η συζήτηση για το κατά πόσο ένας χριστιανός μπορούσε να υπηρετεί στον στρατό  λαμβάνει συχνά ως δεδομένο ότι οι σχετικές ευαγγελικές ρήσεις υποδείκνυαν μια συγκεκριμένη στάση του πρώιμου χριστιανισμού ως προς το ζήτημα αυτό. Οι περισσότερες αναφορές σε αξιωματούχους του στρατού στα κείμενα του πρώτου και δεύτερου αιώνα ωστόσο δεν θεωρούν την ιδιότητα αυτή ασυμβίβαστη με εκείνη του χριστιανού, αν και σε μία ή δύο περιπτώσεις (Ματ. 5.43-48, Προς Εφεσ. 14-15) η χρήση βίας καταδικάζεται ξεκάθαρα.

Από την άλλη, η συχνά αποστασιοποιημένη ή αρνητική γνώμη των μορφωμένων χριστιανών απέναντι στη στρατιωτική ζωή και τον πόλεμο αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των συγγραφέων της ρωμαϊκής περιόδου, εκτός και εάν αφορούσε στρατιωτικά ανδραγαθήματα του απώτερου παρελθόντος ή χρησιμοποιείτο μεταφορικά σε ηθικού περιεχομένου συγκείμενα. Έτσι λοιπόν, χριστιανοί θεολόγοι όπως ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας (100-165 μ.Χ.), ο Αθηναγόρας (130-190 μ.Χ.), ο Ειρηναίος (130- π. 202 μ.Χ.) ή ο Κλήμης Αλεξανδρείας (π. 150-215 μ.Χ.) θα μπορούσαν να αναπαράγουν τα στερεότυπα των μορφωμένων τάξεων της αυτοκρατορίας, κυρίως των Στωικών φιλοσόφων, ως προς τη στάση τους απέναντι στον πόλεμο και τη στρατιωτική θητεία.  Η μεταφορική χρήση στρατιωτικών όρων και συχνών παραλληλισμών της ζωής του στρατιώτη με εκείνης του χριστιανού (ως στρατιώτη του Χριστού και της πίστης) και της προθυμίας του για θυσία από χριστιανούς συγγραφείς, δεν περιέχει ένα καθολικό αντιμιλιταριστικό μήνυμα, όπως συχνά υποστηρίζεται.

Έχετε ακούσει πως δόθηκε η εντολή: «ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου». Εγώ όμως σας λέω: Ν αγαπάτε τους εχθρούς σας, να δίνετε ευχές σ’ αυτούς που σας δίνουν κατάρες, να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν, και να προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν. Έτσι θα γίνετε παιδιά του ουράνιου Πατέρα σας, γιατί αυτός ανατέλλει τον ήλιο του για κακούς και καλούς και στέλνει βροχή σε δικαίους και αδίκους. Γιατί, αν αγαπάτε μόνον όσους σας αγαπούν, ποια αμοιβή περιμένετε από τον Θεό; Το ίδιο δεν κάνουν και οι τελώνες; Κι αν χαιρετάτε μόνο τους φίλους σας, τί παραπάνω κάνετε από τους άλλους; Μήπως και οι τελώνες το ίδιο δεν κάνουν; Να γίνετε, λοιπόν, κι εσείς τέλειοι, όπως τέλειος είναι και ο Πατέρας σας ο ουράνιος.

Η ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΟΜΙΛΙΑ (ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 5.43-48)

Το ξεκάθαρα αντιμιλιταριστικό μήνυμα του απολογητή Τερτυλλιανού (150-220 μ.Χ.) προς τους ομόδοξούς του εδράζεται στο γεγονός ότι οι χριστιανοί δε θα πρέπει να κατατάσσονται στον στρατό διότι το να χύνει κανείς αίμα αλλά κυρίως να λαμβάνει μέρος σε ειδωλολατρικές τελετουργίες και άλλες συνήθειες που η ζωή του στρατεύματος επέβαλλε, θεωρούνταν πράξεις ηθικά ανάρμοστες για έναν χριστιανό. Τα ίδια τα κείμενά του, ωστόσο, προδίδουν τόσο την παρουσία χριστιανών στον ρωμαϊκό στρατό όσο και τη μη αποδοχή της στάσης αυτής από χριστιανούς στρατιώτες. Μία τέτοια περίπτωση είναι εκείνη του λεγόμενου “θαύματος της βροχής” στο οποίο αναφέρεται τόσο ο Τερτυλλιανός όσο και ο Ευσέβιος Καισαρείας: χριστιανοί στρατιώτες που πολεμούσαν με τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας το 172 μ.Χ. σώζουν τον ρωμαϊκό στρατό από τη λειψυδρία παρακαλώντας τον θεό τους για βροχή. Το επεισόδιο αυτό με την παρουσία μάλιστα ενός “θεού της βροχής” απεικονίζεται στις ανάγλυφες παραστάσεις της στήλης του Μάρκου Αυρηλίου στη Ρώμη. 

"Το θαυμα της βροχης". Λεπτομερεια απο τη Στηλη του Μαρκου Αυρηλιου (Columna Centenaria Divorum Marci et Faustinae), Piazza Colonna, Ρώμη, 185 μ.Χ.

Ο Ιησούς όμως του είπε: "Ιούδα, με φίλημα προδίνεις τον Υιό του Ανθρώπου;" Όταν είδαν οι μαθητές του τι έμελλε να γίνει, του είπαν: "Κύριε, να τους χτυπήσουμε με μαχαίρι;" Ένας μάλιστα απ' αυτούς χτύπησε τον δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το δεξί αυτί. Ο Ιησούς γύρισε σε αυτούς και τους είπε: "Φτάνει, έως εδώ". Άγγιξε ύστερα το αυτί του δούλου και τον γιάτρεψε.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ 22.48-51

Οι πασιφιστικές/αντιμιλιταριστικές απόψεις χριστιανών θεολόγων της περιόδου αυτής εντάσσονται συχνά στο πλαίσιο ενός μηνύματος περί κοινωνικής δικαιοσύνης ή ενός πολέμου που είναι άδικος, κάτι το οποίο ωστόσο δεν απέκλειε ή αποθάρρυνε την είσοδο στρατιωτών στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Κύριο μέλημα των χριστιανών απολογητών ήταν να πείσουν το ακροατήριό τους για τον φιλήσυχο και πιστό προς τη ρωμαϊκή εξουσία χαρακτήρα των χριστιανικών κοινοτήτων χωρίς, αρχικά τουλάχιστον, να λαμβάνουν υπόψη τις προεκτάσεις της στάσης αυτής για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας. Προκύπτει, λοιπόν, χωρίς να λέγεται ευθέως, ότι θα ήταν αποδεκτό οι χριστιανοί που υπηρετούσαν στον στρατό να περιορίζονταν σε αστυνομικά κυρίως καθήκοντα (είχε τέτοιον ρόλο ο ρωμαϊκός στρατός) και παράλληλα να αποφεύγουν τις θυσίες και τον στρατιωτικό όρκο. Από την άλλη πλευρά, οι αντιρρήσεις αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται ότι εκπροσωπούσαν τις χριστιανικές κοινότητες στο σύνολό τους. Επιπλέον, τα ίδια τα κείμενα των χριστιανών απολογητών υιοθετούν διαφορετική στάση επί του θέματος ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται.

Σταθείτε, λοιπόν, σε θέση μάχης. Ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη στη μέση σας. Φορέστε σαν θώρακα τη δικαιοσύνη. Για υποδήματα στα πόδια σας βάλτε την ετοιμότητα να διακηρύξετε το χαρούμενο άγγελμα της ειρήνης.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ 14-15

Το κύριο ηθικό δίλημμα στη σκέψη ενός χριστιανού στρατιώτη φαίνεται πως ήταν η συμμετοχή ή όχι σε ειδωλολατρικές θυσίες. Γι’ αυτό τον λόγο, ανώτεροι αξιωματικοί συχνά παράβλεπαν τη διακριτική αποχή των απλών χριστιανών στρατιωτών τον πρώτο και δεύτερο αιώνα. Η σχετική μέχρι τότε ανοχή απέναντι στην υποχρέωση και όσων καταλάμβαναν θέσεις αξιωματούχων στη διοίκηση ή τον στρατό να συμμετέχουν στις καθιερωμένες θυσίες αλλάζει τον τρίτο αιώνα. Την ίδια περίοδο ο ρωμαϊκός στρατός διογκώνεται ενώ ο χριστιανισμός εξαπλώνεται ευρύτερα στους κόλπους του. Παράλληλα, η αυτοκρατορική εξουσία καταφεύγει σε μια ιδεολογία που συνδέει στενότερα τις στρατιωτικές επιτυχίες του αυτοκράτορα με θεϊκές αρετές εκπορευόμενες από έναν θεϊκό προστάτη. Η νέα αυτή αυτοκρατορική ιδεολογία σε συνδυασμό με το κλίμα γενικευμένης κρίσης θα οδηγήσουν στους συστηματικούς διωγμούς των χριστιανών τους επόμενους αιώνες.

Στη συνέχεια, ο Κέλσος μας παροτρύνει «να βοηθούμε τον αυτοκράτορα με όλες μας τις δυνάμεις, και να συνεργαζόμαστε μαζί του για όσα είναι σωστά, και να πολεμούμε για εκείνον, και να συστρατευόμαστε μαζί του εάν μας στρατολογεί, και να λειτουργούμε ως συνάδελφοι στρατηγοί μαζί του». Μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό ότι σε κατάλληλες περιπτώσεις παρέχουμε στον αυτοκράτορα μια θεϊκή βοήθεια, εάν μπορώ να ισχυρισθώ κάτι τέτοιο, φορώντας ακόμη και ολόκληρη την πανοπλία του θεού. Και αυτό το κάνουμε υπακούοντας στην αποστολική ρήση (Προς Τιμόθεον Α΄, 2.1-2) που λέγει: «Σας παρακαλώ πρώτα από όλα να κάνετε δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, ευχαριστίες για όλους τους ανθρώπους για τους κυβερνήτες και για άλλους εκείνους που ασκούν την εξουσία, ώστε να ζούμε ήρεμα και ειρηνικά με ευσέβεια και ευπρέπεια από κάθε άποψη». Μάλιστα, όσο πιο ευσεβής είναι ένας άνθρωπος τόσο πιο αποτελεσματικός είναι στην παροχή αρωγής προς τους αυτοκράτορες – περισσότερο από τους στρατιώτες οι οποίοι βρίσκονται στην παράταξη και σκοτώνουν όσο περισσότερους στρατιώτες του εχθρού μπορούν.

ΩΡΙΓΕΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΚΕΛΣΟΥ, 8.73.

Τον τρίτο αιώνα ο ρωμαϊκός στρατός διογκώνεται ενώ ο χριστιανισμός εξαπλώνεται ευρύτερα στους κόλπους του. Παράλληλα, η αυτοκρατορική εξουσία καταφεύγει σε μια ιδεολογία που συνδέει στενότερα απ’ ό,τι παλαιότερα τις στρατιωτικές επιτυχίες του αυτοκράτορα με θεϊκές αρετές εκπορευόμενες από έναν θεϊκό προστάτη. Σύμφωνα με αυτήν, η ορθή όσο και καθολική ευσέβεια προς τιμήν του αυτοκράτορα και των θεών θα εξασφάλιζε μέσω της θεϊκής εύνοιας (pax deorum) τη νίκη και παλινόρθωση της αυτοκρατορίας. Η νέα αυτή αυτοκρατορική ιδεολογία σε συνδυασμό με το κλίμα γενικευμένης κρίσης θα οδηγήσουν στους συστηματικούς διωγμούς των χριστιανών τον τρίτο και πρώιμο τέταρτο αιώνα.

Το διάταγμα του Δεκίου το 250 μ.Χ. αποτελεί ορόσημο στη θρησκευτική πολιτική του ρωμαϊκού κράτους και θα οδηγήσει -ως παράπλευρη απώλεια- στον πρώτο συστηματικό διωγμό των χριστιανών. Την ίδια λογική θα εφαρμόσουν, με μικρές παραλλαγές και ευρύτερη κλίμακα, ο Βαλεριανός (253-260 μ.X.), ο Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.) και ο Μαξιμίνος Δάια (310-313 μ.X.) κατά τους μετέπειτα διωγμούς του 257-260 και 303-312.  

Βρισκόμαστε στο μέσο μιας πεντηκονταετούς περιόδου (235-285 μ.Χ.) πρωτοφανών κρίσεων και καταστροφών για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο έπαρχος Ρώμης Γάιος Μέσσιος Κόιντος Δέκιος αφού αποκαθιστά την τάξη στις παραδουνάβιες επαρχίες που δέχονταν συνεχείς λεηλασίες από γερμανικά βαρβαρικά φύλα ανακηρύσσεται από τις λεγεώνες του αυτοκράτορας και στη συνέχεια το 249 μ.Χ. νικά τον νόμιμο αυτοκράτορα Φίλιππο Άραβα (244-249 μ.Χ.). Γίνεται έτσι ένας από τους 35 αυτοκράτορες που με πρωτοφανή συχνότητα σε διάστημα μόλις 50 χρόνων ανήλθαν και κατέπεσαν από τον αυτοκρατορικό θρόνο, οι περισσότεροι δολοφονημένοι από τον στρατό τους ή από το στενό περιβάλλον τους.

Επιθυμώντας να διασφαλίσει τη θεϊκή εύνοια, χάρη στην οποία θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ευημερία της αυτοκρατορίας, απευθύνει ένα διάταγμα προς τους πολίτες της αυτοκρατορίας ζητώντας από όλους τους να προσφέρουν δημόσια θυσία προς τους θεούς της Ρώμης. Η γενική υποχρέωση τέλεσης θυσιών φαίνεται πως δημοσιεύτηκε στα τέλη του 249/αρχές 250 και λίγους μήνες αργότερα οι αρχές επέβαλαν την έκδοση «πιστοποιητικών θρησκευτικών φρονημάτων», τους λεγόμενους λιβέλλους, δημόσια έγγραφα που πιστοποιούσαν την τέλεση δημόσιας θυσίας. Περίπου 46 τέτοια πιστοποιητικά σε αιγυπτιακούς παπύρους έχουν μέχρι σήμερα ανακαλυφθεί.

Πιστοποιητικό θυσίας από τους διωγμούς του Δεκίου (250 μ.Χ.) 

τοῖς ἐπὶ τῶν θυσιῶν ᾑρημένοις π(αρὰ) Αὐρηλίου Σάκις ἀπὸ κώμης Θεοξενίδος ἅμα τοῖς τέκνοις Ἀιῶνι καὶ Ἡρᾷ καταμένοντες ἐν κώμῃ Θεαδελφείᾳ. ἀὶ θύοντες τοῖς θεοῖς διετελέσαμεν καὶ νῦν ἐπὶ παρόντων ὑμῶν κατὰ τὰ προσταχθέντα ἐθύσαμεν καὶ ἐσπείσαμεν
καὶ τῶν ἱερείων ἐγευσάμεθα καὶ ἀξιοῦμεν ὑμᾶς ὑποσημιώσασθαι. διευτυχεῖτε. Αὐρήλιοι Σερῆνος καὶ Ἑρμᾶς εἴδαμεν ὑμᾶς θυσιάζοντος.

(ἔτους) α // Αὐτοκράτορος Καίσαρος Γαίου [Μ]εσσίου Κουίντου Τραιαν[ο]ῦ Δεκίου Εὐσεβοῦς Εὐτυχοῦς Σεβαστοῦ Παῦνι κγ.

Προς τους διορισμένους επόπτες των θυσιών, από τον Αυρήλιο Σάκι από τη Θεοξένι, ο οποίος κατοικεί με τα τέκνα του Αιώνα και Ήρα στη Θεαδέλφεια. Πάντοτε θυσιάζαμε στους θεούς και τώρα, επίσης, ενώπιόν σας, σύμφωνα με το διάταγμα, προσφέραμε θυσία, τελέσαμε σπονδές, φάγαμε από το προσφερθέν σφάγιο και σας ζητούμε να προσυπογράψετε. Ευχόμαστε να εξακολουθείτε να ευημερείτε. Εμείς, Αυρήλιος Σερένος και Αυρήλιος Ερμάς, σας είδαμε να θυσιάζετε.

Το 1ο έτος του αυτοκράτορα Καίσαρα Γαΐου Μεσσίου Κόιντου Τραϊανού Δεκίου, ευσεβούς, ευλογημένου, Αυγούστου, Πάουνι 23 [17 Ιουνίου 250 μ.Χ.]

Παρά την ανάκληση των διωγμών με γενικό διάταγμα τον Απρίλιο του 311 μ.Χ., ο Μαξιμίνος συνέχισε τους διωγμούς χριστιανών στα εδάφη του ή τους επέβαλλε σε ταπεινώσεις. Επιστρέφοντας στην επιγραφή, είναι πράγματι αξιοπρόσεκτο ότι ο Ιούλιος Ευγένιος παρέμενε μέχρι τότε στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού. Ήδη πριν την έναρξη του Μεγάλου Διωγμού του 303 μ.Χ. ο Διοκλητιανός είχε διατάξει τους επαρχιακούς κυβερνήτες να υποχρεώσουν όλους τους στρατιώτες υπό τις διαταγές τους να θυσιάσουν ειδεμή να απολυθούν. Στην επιγραφή γίνεται λόγος για την υποχρεωτική συμμετοχή σε δημόσιες θυσίες και τις ταλαιπωρίες που υπέστη αρκετά χρόνια αργότερα, επί του επαρχιακού κυβερνήτη Μ. Βαλέριου Διογένη (311-312 μ.Χ.). Η επαρχία της Πισιδίας περιήλθε στη δικαιοδοσία του Μαξιμίνου μετά τον θάνατο του Γαλερίου τον Απρίλιο του 311. 

Οι ενέργειες και το διάταγμα του Μαξιμίνου κατά των χριστιανών το 312 μ.Χ. μας είναι γνωστές από εκτενείς αναφορές χριστιανών συγγραφέων, κυρίως του Ευσέβιου (Εκκλ. Ιστ. 9) και του Λακτάντιου (De mort. pers. 36), αλλά και από επιγραφές που ανακαλύφθηκαν σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας. Τα κείμενα αυτά είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικά για τις μεθόδους καταστολής των χριστιανών σε τοπικό επίπεδο και το ιδεολογικό υπόβαθρο των πολιτικών ενδυνάμωσης της θρησκευτικής ευσέβειας των υπηκόων της αυτοκρατορίας.

Καταρχήν [ο Μαξιμίνος] κατάργησε την ανοχή απέναντι στους χριστιανούς, που είχε θεσπιστεί με το γενικό διάταγμα, φροντίζοντας να σταλούν πρεσβείες από διάφορες πόλεις που ζητούσαν να απαγορευθεί στους χριστιανούς να οικοδομούν χώρους συνάθροισης μέσα στις πόλεις, ώστε να φανεί ότι βρέθηκε υπό πίεση και ότι αναγκάσθηκε από την επιμονή τους να πράξει αυτό το οποίο ο ίδιος επιθυμούσε, χωρίς παρότρυνση. Δεχόμενος τα αιτήματά τους, με μία άνευ προηγουμένου ενέργεια, διόρισε αρχιερείς σε όλες τις πόλεις, επιλέγοντας επιφανείς πολίτες, οι οποίοι είχαν εντολή να θυσιάζουν καθημερινώς σε όλους τους θεούς και, με τη βοήθεια του υπάρχοντος ιερατείου, να φροντίζουν ώστε οι χριστιανοί να μην οικοδομούν χώρους συναθροίσεων και να μη συγκεντρώνονται σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους. Τους εξουσιοδότησε, επίσης, να συλλαμβάνουν χριστιανούς και να τους υποχρεώνουν να προσφέρουν θυσία, αλλιώς να τους προσαγάγουν ενώπιον των δικαστών. Μη αρκούμενος σε αυτά τα μέτρα διόρισε έναν αρχιερέα σε κάθε επαρχία, επιλέγοντας πρόσωπα από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, και έδωσε την εντολή σε όλους τους ιερείς να κυκλοφορούν δημοσίως με λευκούς μανδύες.

ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ, De mort. pers. 36.3-5.

Ο Μαξιμίνος φαίνεται πράγματι να είχε μεθοδεύσει, με τη συνδρομή επαρχιακών κυβερνητών και αρχιερέων που είχε ο ίδιος κατάλληλα επιλέξει, την αποστολή αιτημάτων από διάφορες πόλεις ή ολόκληρες επαρχίες που ζητούσαν την εκδίωξη των χριστιανών από την περιοχή τους, τα οποία ο ίδιος ενέκρινε με ενθουσιασμό. Ο Ευσέβιος αντιγράφει το μεγαλύτερο τμήμα από το διάταγμα-απάντηση του Μαξιμίνου, το οποίο διάβασε στην πόλη Τύρο της Φοινίκης και μετέγραψε από τα λατινικά στα ελληνικά. Πρόκειται πιθανότατα για το διάταγμα του 312 στο οποίο αναφέρεται και ο Ιούλιος Ευγένιος στην επιγραφή. Αποσπάσματα του αρχικού κειμένου έχουν βρεθεί σε επιγραφές από τις πόλεις Αρύκανδα της Λυκίας και Κολβάσα της Πισιδίας ενώ αντίγραφά της θα υπήρχαν σε αρκετές ακόμα πόλεις. Στο τέλος του διατάγματος αυτού ο Μαξιμίνος υποσχόταν επιπλέον ανταμοιβές στις κοινότητες αυτές, εάν νέα σχετικά αιτήματα κατέφθαναν σ’ εκείνον.  Σε λιγότερο από ένα χρόνο ο Μαξιμίνος ανακάλεσε την προηγούμενη πολιτική του διακηρύσσοντας πλήρη θρησκευτική ελευθερία και αποδίδοντας εκ νέου στους χριστιανούς τις περιουσίες τους. 

ΔΙΟΙΚΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΧΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΑΞΙΜΙΝΟΥ

Η πόλη σας δεν σκέφθηκε τα πολλά δικά της προβλήματα και αγνόησε τα παλαιότερά της αιτήματα που αφορούσαν στις υποθέσεις της, όταν πάλι συνειδητοποίησε ότι οι οπαδοί αυτής της καταραμένης παραφροσύνης άρχισαν να εξαπλώνονται, σαν μία ανεξέλεγκτη μισοσβησμένη νεκρώσιμη πυρά, η οποία, όταν οι φλόγες της ανάψουν και πάλι, μετατρέπεται σε τεράστια πυρκαϊά. […] Είναι φανερό ότι οι θεοί προκάλεσαν σε εσάς αυτήν την υγιή σκέψη [του αιτήματος προς τον αυτοκράτορα], λόγω της ευσεβούς σας πίστης προς αυτούς. […] Διότι υπάρχει κανείς που να είναι τόσο ανόητος ή που να έχει τόσο αποξενωθεί από τη λογική σκέψη, που να μην συνειδητοποιεί ότι, χάρις στην καλή θέληση των θεών, η γη κρατά τους σπόρους που δέχεται από εμάς και δεν τους απορρίπτει διαψεύδοντας τις προσδοκίες των αγροτών; Ούτε και το ότι ο ασεβής πόλεμος δεν εξαπλώνεται ανεμπόδιστος σε ολόκληρη την επιφάνεια της γης ανατρέποντας τη θεϊκή τάξη πραγμάτων και οδηγώντας άθλια πτώματα στους τάφους τους; […] Ή ακόμη, που η γη, η μητέρα και τροφός όλων μας, δεν κατακρημνίζεται στα πιο βαθιά της έγκατα με τρομακτικούς σεισμούς, ενώ τα όρη που βρίσκονται επάνω της δεν σωριάζονται και δεν χάνονται στα βάθη των χασμάτων; Όλες αυτές οι καταστροφές, καθώς και άλλες σοβαρότερες, έχουν συμβεί συχνά στο παρελθόν, όπως όλοι γνωρίζουμε. Έχουν συμβεί όλες μαζί λόγω της καταστροφικής πλάνης, από την ανόητη παραφροσύνη αυτών των άνομων ανθρώπων, όταν αυτή κατέλαβε τις ψυχές τους και λίγο έλειψε να συντρίψουν ολόκληρο το σύμπαν με τις αναίσχυντες πράξεις τους. […] Ας αισθανθούν όλοι χαρά μεγάλη διότι, χάρις στην ευσεβή μας λατρεία και στην απόδοση τιμών στους θεούς, έχουν εξευμενισθεί οι πανίσχυροι και επίμονοι άνεμοι και επομένως είναι σε θέση να απολαμβάνουν την ασφάλεια της συνεχούς ειρήνης και της ευμάρειας που προέρχονται από αυτήν την ευσέβεια.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΞΙΜΙΝΟΥ (312), ΕΥΣΕΒΙΟΣ, ΕΚΚΛ. ΙΣΤ. 9.76-11.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η επιγραφή:

Iulius Eugenius, a Soldier in Pisidia and Bishop of Laodicea

ICG 371

S.. Mitchell, The Rise of the Church. Vol. 2 of Anatolia: Land, Men, and Gods in Asia Minor, Oxford 1993, 82.

Πρώιμοι χριστιανοί και ρωμαϊκός στρατός:

Ν. Huttunen, Early Christians Adapting to the Roman Empire, Leiden, 2020, 138-228. https://doi.org/10.1163/9789004428249_005

Δ.Ι. Κυρτάτας, Η Οδός και τα βήματα των πρώτων χριστιανών, Αθήνα 2020, 42-73.

Το διάταγμα του Δεκίου:

 J.B. Rives, “The decree of Decius and the religion of empire” Journal of Roman Studies 89 (1999), 135-154.

Π. Αθανασιάδη, Η άνοδος της μονοδοξίας στην ύστερη αρχαιότητα, Αθήνα 2017, 80-98.

Διοκλητιανός:  

Α. Cameron, Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (284-430 μ.X.), Αθήνα 2000, 60-84.

Διωγμοί:

 G. de Saint-Croix, Ο χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, Αθήνα 2010.

Μαξιμίνος και χριστιανοί:

St. Mitchell, “Maximinus and the Christians in A.D. 312: A New Latin Inscription” Journal of Roman Studies 78 (1988), 105-124.

Ανθολόγιο Πηγών:

Α.Ντ. Λη, Παγανισμός και χριστιανοί στην ύστερη αρχαιότητα, Αθήνα 2000 (χρησιμοποιήθηκαν: 2.9, 2.11, 3.8-3.9)