Η κριση του τριτου αιωνα
Η χρονική περίοδος, η οποία ορίζεται από τον θάνατο του Κόμμοδου το 192 έως την ανάρρηση του Διοκλητιανού το 284, είναι περισσότερο γνωστή ως «η κρίση του τρίτου αιώνα». Ποτέ προηγουμένως η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν είχε γνωρίσει μια τόσο ραγδαία εναλλαγή αυτοκρατόρων και συνεχή πολεμικά μέτωπα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στα σύνορά της, καθώς και την απόσχιση σημαντικών εδαφών της: γερμανικές επιδρομές από τον Βορρά, συνεχείς πόλεμοι με την Σασανιδική Περσία στην Ανατολή, μεγάλης κλίμακας εσωτερική αστάθεια και συνεχείς δολοφονίες αυτοκρατόρων και επίδοξων σφετεριστών, κατάρρευση του νομίσματος, φυσικές καταστροφές, επιδημίες πανούκλας κ.ά. Σε διάστημα μόλις πενήντα ετών (235-285) εναλλάσσονται στον θρόνο 35 αυτοκράτορες, περισσότεροι από τους οποίους δολοφονούνται είτε από τον στρατό, είτε από το περιβάλλον τους. Το 251 ο Δέκιος γίνεται ο πρώτος αυτοκράτορας στην ιστορία της Ρώμης που χάνει τη ζωή του στο πεδίο της μάχης εναντίον εχθρικού στρατού, ενώ και ο Βαλεριανός πιάνεται αιχμάλωτος του Πέρση βασιλιά Σαπώρ Α΄το 260. Η αίσθηση ραγδαίων αλλαγών προς το χειρότερο υπήρξε διάχυτη στις σύγχρονες πηγές. Αναφέρουν ελλείψεις σε βασικά αγαθά, ραγδαία αύξηση των τιμών, μείωση του πληθυσμού και οικονομικό μαρασμό καθώς και γενικευμένη ηθική κατάπτωση. Μιλούν επίσης για έναν νέο τύπο απολυταρχικού και συνήθως άξεστου στρατιωτικού αυτοκράτορα ταπεινής (ενν. μη συγκλητικής) καταγωγής που βασιζόταν αποκλειστικά στον αυτοκρατορικό επαγγελματικό στρατό. Η βασική ιδέα ότι τα συσσωρευμένα δεινά υπήρξαν αποτέλεσμα θεϊκής οργής για τα ηθικά και θρησκευτικά παραπτώματα των συγχρόνων υπήρξε κοινή μεταξύ χριστιανών και ειδωλολατρών προκαλώντας έξαρση χιλιαστικών δοξασιών. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ερμηνευτεί το διάταγμα του αυτοκράτορα Δεκίου (249) για την υποχρεωτική τέλεση θυσίας προς τους θεούς από όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας, το οποίο και οδήγησε στον πρώτο συστηματικό διωγμό των χριστιανών από το ρωμαϊκό κράτος. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες διαφωνίες ως προς την καταλληλότητα της χρήσεως των όρων «κρίση», «κατάρρευση» «επιβίωση», «μετασχηματισμός» ή «προσαρμογή» για να περιγραφούν οι αλλαγές που παρατηρούνται την περίοδο αυτή και που θα συμβάλλουν ώστε η αυτοκρατορία τελικά να επιβιώσει. Οι ιστορικοί φαίνεται γενικά να συμφωνούν ότι η περίοδος 240-80 το ρωμαϊκό κράτος βρισκόταν σε μια γενικευμένη πολιτική, νομισματική και στρατιωτική αναταραχή. Διαφωνίες παρατηρούνται αναφορικά με τις αιτίες, τη γεωγραφική έκταση και τη περίοδο ωρίμανσης μιας σειράς αλλαγών σε ζητήματα οικονομικής ζωής (νόμισμα, φορολογία, αγροτική οικονομία), διοικητικών δομών (αναδιοργάνωση του στρατού, νέα συγκλητική αριστοκρατία) και ιστορίας των ιδεών (εκπαιδευτικό σύστημα, αστικός πολιτισμός, κλασική παράδοση, θρησκευτικός ανταγωνισμός). Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι ο ρόλος του στρατού και των παραμεθόριων επαρχιών αυξήθηκε εις βάρος της συγκλητικής αριστοκρατίας και της πόλης της Ρώμης. Η γραφειοκρατία επεκτάθηκε και οι φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις που επέβαλλε το κράτος στις πόλεις και την ύπαιθρο πολλαπλασιάστηκαν. Οι κοπές νομισμάτων από τις πόλεις διακόπτονται οριστικά, ενώ μειώνεται δραματικά η ανέγερση δημόσιων μνημείων, τιμητικών αγαλμάτων και λίθινων επιγραφών.