Η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα χαρακτηρίζεται από ευφάνταστο πλουραλισμό ως προς τις αντιλήψεις της για το επέκεινα. Η κατανόηση των αντιλήψεων αυτών προσκρούει όχι μόνο στην πληθώρα και ποικιλία των σχετικών αναφορών που διαθέτουμε αλλά και στο ουσιαστικό ερώτημα του τι πίστευαν πραγματικά οι άνθρωποι για το επέκεινα σε σχέση με ό,τι επέλεγαν να εξιστορούν σχετικά με αυτό σε λογοτεχνικά κείμενα, ταφόπλακες ή διαμέσου της τέχνης τους. Σε μια εποχή που διακρίνεται για το πλούσιο υπόστρωμα ποικίλων όσο και αντιφατικών αντιλήψεων για τη μεταθανάτια ζωή ο χριστιανισμός ήρθε να αντιπαρατεθεί με κάποιες από αυτές ή να εμπλουτίσει κάποιες άλλες, όπως, για παράδειγμα, την ιδέα της ανάστασης των νεκρών (ιδέα τόσο παράδοξη μέχρι τότε, που προκαλούσε τη χλεύη των εθνικών).

Αν και οι αντιλήψεις για τη μεταθανάτια ζωή στον ελληνορωμαϊκό κόσμο ποικίλουν αρκετά μεταξύ τους, η πιο ανθεκτική και διαδομένη από αυτές υπήρξε εκείνη μιας μίζερης και άυλης ύπαρξης στον Άδη. Ο Άδης, που αποκαλείται  ἀμείδητος και δακρυχαρής, περιγράφεται ως ένας σκοτεινός τόπος, όπου το γέλιο δεν έχει καμία θέση. Για όσους πάλι λόγω των αρετών τους, του νεαρού της ηλικίας τους ή προηγούμενης μύησής τους σε κάποια μυστηριακή λατρεία, εξασφάλιζαν μια VIP θέση στα Ηλύσια Πεδία, στη Νήσο των Μακάρων, στον Όλυμπο ή μεταξύ των αστέρων, η διαμονή τους εκεί χαρακτηρίζεται μεν ευχάριστη, αλλά χωρίς σαφή αναφορά στο στοιχείο του γέλιου. Εξαίρεση αποτελεί ένα επιτύμβιο επίγραμμα από την Σμύρνη του 3ου αι. μ.Χ. (Merkelbach, Stauber, SGO 1:547, 05/01/64), το οποίο μάλιστα παρουσιάζει τον θεό Δία και τους άλλους θεούς να χαμογελούν προς τον νεαρό νεκρό.

 

«Η Νύκτα η υπνοδότρα καλύπτει το φως της ζωής μου, αφού εκείνη με τον ύπνο ανακούφισε το σώμα μου από επίπονες αρρώστιες, αφού μου έφερε τα δώρα της λησμονιάς όπως προστάζει η Μοίρα. Η ψυχή μου όμως σαν αεράκι πέταξε στον αιθέρα και σηκώνοντας ψηλά ανάλαφρο φτερό ταξιδεύοντας σε πυκνό σύννεφο ομίχλης. Τώρα έφτασα στον οίκο των μακάριων θεών, που με περιβάλλει, και αγναντεύω το φως της αυγής στα ουράνια δώματα. Με τιμούν ο Ζευς και οι αθάνατοι θεοί χάρη στα λόγια του Ερμή, ο οποίος με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στον ουρανό και αφού αμέσως με τίμησε, μου έδωσε το λαμπρό κλέος να κατοικώ ανάμεσα στους μακάριους στον έναστρο ουρανό και να κάθομαι ως φίλος τους σε χρυσούς θρόνους. Και οι θεοί ως αγαπημένο τους με βλέπουν χαρούμενο να δειπνώ δίπλα σε τρίποδες και τραπεζώματα με πλούσια εδέσματα, και ένα χαμόγελο (μειδιόωντες) εμφανίζεται στις παρειές της αθάνατης κεφαλής τους, όταν τους κερνώ το γλυκό κρασί/ το νέκταρ μέσα στα κρασοκάνατα των μακάρων».    

 

Η ιδέα του διαχωρισμού μεταξύ του νεκρού σώματος και μιας άυλης υπόστασης που επιβιώνει εμφανίζεται συχνά σε έμμετρες επιγραφές· συνεχίζεται μάλιστα, με τις κατάλληλες προσαρμογές, και σε χριστιανικά συμφραζόμενα. Σε ένα εξίσου ομηρίζον επίγραμμα από την Λυκαονία της Μ. Ασίας για παράδειγμα τον ρόλο του ψυχοπομπού Ερμή αναλαμβάνει ο Ιησούς Χριστός (αλλού, αναφέρονται άγγελοι) μεταφέροντας τον νεκρό πρόωρα στον Παράδεισο, καθιστώντας τον ἀθάνατον και ἀγήρατον: «αγνός, ανύμφευτος (άπειρος στα του γάμου), Χριστού φίλος, τον οποίο ο ίδιος ο θεός άρπαξε πριν να ξεγελάσει τον λογισμό του στη κακία του κόσμου, τον πήρε, για να τον βάλει αθάνατο και αγέραστο, στον Παράδεισο» (Merkelbach, Stauber, SGO 3.61, 14/02/04, στ. 6-11).

Cabaret | Life Is A Cabaret

Come taste the wine, Come hear the band. Come blow a horn, Start celebrating; Right this way, Your table's waiting. What good's permitting Some prophet of doom To wipe every smile away. Life is a Cabaret, old chum, Come to the Cabaret! I used to have a girlfriend known as Elsie, With whom I shared four sordid rooms in Chelsea She wasn't what you'd call a blushing flower... As a matter of fact she rented by the hour. The day she died the neighbors came to snicker: "Well, that's what comes from too much pills and liquor." But when I saw her laid out like a Queen, She was the happiest... corpse... I'd ever seen.

 

Επιστρέφοντας στον προθανάτιο, επίγειο γέλωτα, σε ένα σημαντικό αριθμό επιτύμβιων επιγραφών, συναντάει κανείς την αντίληψη περί θανάτου ως του τέλους του γέλιου και της χαράς. Τα κείμενα αυτά συχνά περιλαμβάνουν προτροπές προς τους ζώντες να απολαύσουν την ζωή όσο αυτή διαρκεί. Αλλού συναντάμε και παρωδίες των αντιλήψεων για τη μεταθανάτια ζωή που σκόπευαν να προκαλέσουν το γέλιο εκείνου που τις διάβαζε. Σε μια επιγραφή από την Προυσιάδα της Βιθυνίας συναντούμε τα εξής: «Παίξε και γέλασε για όσο ζεις, διότι όταν έρθεις εδώ δεν υπάρχει τίποτα να δεις παρά μονάχα νύχτα και σιωπή». Και λίγο πιο κάτω, «ενώ ο Δαφνούς κρατά το κορμί μου ως αιώνια οικία, η αγαθή ψυχή μου εισήλθε στους ουρανούς» (Merkelbach, Stauber, SGO 2.231, 09/08/04). Σε μερικές ταφόπλακες συναντάμε χαραγμένο τον εξής σαρκαστικό διάλογο: Τρέχεις; / Τρέχω!/ Έως πού; / Ως εδώ! (Feissel, BCH 119 (1995), 375-89)

Μια επιγραφή από τη Θεσσαλονίκη σε ύφος διδακτικό συμβουλεύει τους διαβάτες: «Να είστε πάντοτε χαρούμενοι διαβάτες, εσείς που βλέπετε το γλυκό φως (του θεού;) και να θυμάστε καθημερινά τις ανθρώπινες απολαύσεις (ἀνθρώποισι τρυφῆς), έχοντας επίγνωση ότι όλους μάς περιμένει ο θάνατος και ότι δεν υπάρχει ανάσταση (ἐπανάστασις) για τους νεκρούς που κατεβαίνουν στη γη» (Νίγδελης, Επιγραφικά Θεσσαλονίκεια ΙΙ, , 264-79).

Άλλες επιγραφές εγκωμιάζουν τον νεκρό διότι χάρηκε τη ζωή του. H ταφόπλακα του Μηνόφιλου (του «φίλου της Σελήνης», δηλαδή του ξενύχτη), που άφησε τη τελευταία του πνοή στη Ρώμη (IGUR 3, 1274), μας λέει:

«Ήμουν μες στην τρελή χαρά διαρκώς, γέλασα, διασκέδασα και μεθοκόπησα (έκανα ζωάρα) και πρόσφερα τραγουδιστικές απολαύσεις στην ψυχή μου με κάθε τρόπο, κανέναν δεν στεναχώρησα, κανέναν δεν λοιδόρησα, αλλά φίλος των Μουσών, και του Βρομίου και της Παφίτισσας θεάς υπήρξα στη ζωή μου, ήρθα από την Ασία στη γη της Ιταλίας και ενθάδε κείμαι, αν και νέος, ανάμεσα στους νεκρούς». 

 

Monty Python's Life of Brian | Always Look On The Bright Side Of Life

If life seems jolly rotten, There's something you've forgotten, And that's to laugh and smile and dance and sing. When you're feeling in the dumps, Don't be silly chumps, Just purse you're lips and whistle, That's the thing. And, always look on the bright side of life, Always look on the right side of life, For life is quite absurd, An. death's the final word, You must always face the curtain with a bow, Forget about your sin, give the audience a grin, Enjoy it, it's you last chance of the hour. So, always look on the bright side of death, Just before you draw your terminal breath, Life's a piece o' shit, When you look at it, Life's a laugh and death's a joke it's true, You'll see it's all a show, Keep 'em laughing as you go, Remember that the last laugh is on you. And, always look on the bright side of life, Always look on the right side of life

 

Οι χριστιανικές ιδέες για τη μεταθανάτια ζωή έμοιαζαν λιγότερο αντιφατικές σε σύγκριση με το παγανιστικό παρελθόν αλλά και πιο αυστηρά δογματικές και ηθικολογικές. Σε κάθε περίπτωση, οι ιδέες του carpe diem και της τρυφής στην επίγεια ζωή θα θεωρηθούν εντελώς ασύμβατες στο πλαίσιο του ριζοσπαστικού κινήματος των πρώτων χριστιανών. Ο Παύλος (A Κορ. 15.29, 32) απευθυνόμενος στη χριστιανική κοινότητα της Κορίνθου θα πει: «Όσοι βαπτίζονται για τους νεκρούς για ποιο λόγο να βαπτίζονται για χάρη τους, αν δεν υπάρχει ελπίδα αναστάσεως των νεκρών; Και μεις οι ίδιοι, γιατί να διακινδυνεύουμε τη ζωή μας κάθε στιγμή; […] Αν οι νεκροί δεν πρόκειται να αναστηθούν, τότε, όπως λέγεται, ας φάμε και ας πιούμε, γιατί αύριο δε θα ζούμε». Ο Ιησούς στους μακαρισμούς του (Λκ. 6.21, 25) προς τους μαθητές του θα πει: «μακάριοι εσείς που τώρα κλαίτε, γιατί θα γελάσετε» και «αλίμονο σ’ εσάς που τώρα γελάτε, γιατί θα θρηνήσετε και θα κλάψετε», αναφερόμενος στη Δευτέρα Παρουσία.

Η παραδειγματική ισχύς των παραπάνω καινοδιαθηκικών αναφορών σε συνδυασμό με την αγελαστική στάση που είχε ο ίδιος Ιησούς και τον εξευτελισμό που υπέστη κατά την επίγεια παρουσία του καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τη χριστιανική κοσμοθεωρία τόσο απέναντι στο γέλιο όσο και στο νόημα της εγκόσμιας ζωής. Αυτό υπογραμμίζεται, για παράδειγμα, όταν ο Μέγας Βασίλειος (PG 31.1104) περιγράφει τον ιδεατό τύπο του καλού χριστιανού λέγοντας: “Καθώς ο Κύριος καταδικάζει αυτούς που γελούν σε αυτή τη ζωή, είναι προφανές ότι για τον πιστό δεν υπάρχει ποτέ κατάλληλος καιρός για το γέλιο”. Στα κηρύγματά του ο Ιωάννης Χρυσόστομος (PG 62. 119) προτρέπει: «Άκουσε τον Χριστό που λέγει: ο κόσμος θα χαρεί, εσείς όμως θα λυπηθείτε. Ο Χριστός σταυρώθηκε για τα δικά σου κακά, και συ γελάς. Εκείνος ραπίστηκε και έπαθε τόσα πολλά για τη δική σου δυστυχία και τον χειμώνα που σε κατέλαβε, εσύ όμως διάγεις τρυφηλή ζωή;». Και αλλού: «Ας πενθήσουμε, αγαπητοί μου, ας πενθήσουμε τώρα, ώστε να μπορέσουμε να γελάσουμε πραγματικά, ώστε να μπορούμε να ευχαριστηθούμε όταν έλθει ο καιρός της απόλυτης χαράς». Στη χριστιανική κοσμοθεωρία για την επίγεια ζωή και το επέκεινα η χαρά, η τρυφή και το γέλιο μετατοπίζονται από τη γη στον ουρανό και από το εφήμερο ενσώματο παρόν στο ασώματο αιώνιο μέλλον.

Ωστόσο, κοσμικά και εκκλησιαστικά κείμενα, καθώς και υλικά κατάλοιπα, μαρτυρούν ότι τα παραδοσιακά πρότυπα της ηθικής, της τρυφηλής ζωής, καθώς και η απήχηση των κοσμικών διασκεδάσεων παρέμειναν εν πολλοίς άθικτα από τα νέα αυστηρά χριστιανικά ήθη την περίοδο αυτή. Υποθέτουμε λοιπόν ότι τα κηρύγματα των χριστιανών ποιμένων δεν αποτυπώνουν με τρόπο αντιπροσωπευτικό τα ήθη και τις συμπεριφορές της υστερορωμαϊκής κοινωνίας, παρά μόνο ίσως κάποιων εκκλησιαστικών και μοναστικών κύκλων, καθώς και ενός σχετικά μικρού αριθμού πουριτανών χριστιανών. Από την άλλη, η από τον ύστερο τέταρτο αιώνα κυρίως και εξής χριστιανική κουλτούρα, που διαποτίζει κάθε σχεδόν πτυχή, αν και σε διαφορετικό βαθμό, του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, φαίνεται πως επέβαλλε συγκεκριμένα πρωτόκολλα γελαστικής συμπεριφοράς σε ολόκληρη την κοινωνία, τα οποία δεν αφορούσαν μόνο το τμήμα εκείνο των πιστών που διεκδικούσε τον στέφανο του καλού χριστιανού. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι οι κομπασμοί για μια τρυφηλή ζωή καθώς και η πεσιμιστική ιδέα του θανάτου ως του οριστικού τέλους της ανθρώπινης ύπαρξης εξορίζονται σταδιακά από επιτύμβιες επιγραφές, καθώς κάτι τέτοιο θα διαιώνιζε την μνήμη του νεκρού ως ακόλαστου και αμαρτωλού. Η πίστη και κυρίως η ελπίδα για μια μακάρια μεταθανάτια ύπαρξη σε κοινωνία με τον Θεό και τους αγίους ως ανταμοιβή για μια υποδειγματική ζωή αποτυπώνεται ως το πιο συχνό μοτίβο σε χριστιανικές επιτύμβιες στήλες. Και μολονότι το κύριο χαρακτηριστικό των απεικονίσεων του Παραδείσου σε αυτές είναι η κοινωνία με έναν στοργικό θεό και τους εκλεκτούς του, σε ένα περιβάλλον ειδυλλιακής και αιώνιας ευδαιμονίας, αναφορές στο γέλιο γενικά απουσιάζουν.

Auferstanden aus Ruinen - Εθνικος Υμνος Λαϊκης Δημοκρατιας της Γερμανιας

Από ερείπια αναστημένη μα στο μέλλον να κοιτά, για Καλό να σε υπηρετούμε Γερμανία, πατρίδα μια. Η παλιά δυστυχία να νικηθεί πρέπει, και θα τη νικήσουμε ενωμένοι, γιατί οφείλουμε να τα καταφέρουμε, ώστε ο ήλιος, πιο όμορφος από ποτέ, πάνω από τη Γερμανία να λάμψει. [...] Ας οργώσουμε, ας χτίσουμε, ας μάθουμε και ας δημιουργήσουμε όπως ποτέ πριν, και, εμπιστευόμενοι τη δική μας δύναμη, ας υψωθεί μια ελεύθερη γενιά.

 

Μοναδική ίσως εξαίρεση είναι η έμμετρη ταφική επιγραφή του ύστερου πέμπτου αιώνα, πιθανώς από την Αίγυπτο, που παρουσιάζουμε εδώ. Το παράδειγμα αυτό μάς βοηθά να διερευνήσουμε σε βάθος την ανανοηματοδότηση του γέλιου και της χαράς στο πλαίσιο της χριστιανικής εσχατολογίας καθώς εμφανίζει τον Θεό/Χριστό να χαμογελά προς τον νεκρό και τους μάρτυρες, ενώ οι τελευταίοι και κατ’ επέκταση ο νεκρός επίσης γελούν και χλευάζουν τα επίγεια βάσανά τους. Η επιγραφή αποτελείτο από 24 στίχους σε δακτυλικό εξάμετρο, χαραγμένους σε θωράκιο ταφικού μνημείου το όποιο έφερε ανάγλυφο σταυρό στην άλλη του όψη (Deligiannakis, Pilhofer, DOP 79 (2025), 143-159).

Archäologische Studiensammlung der Universität Greifswald, Inv. Gr506, Schliemann-Institut, Universität Rostock

«τον αγαπημένο μου (;) …υπηρέτη του πανυψίστου [βασιλέα], σεβάσμιο [για τα έργα] παρά για τα χρόνια … ενδοξότατο … σοφίας, σύμβουλο και … τον πολυαγαπημένο μου εταίρο (;) που (έχασα και) πάντοτε ποθώ, άνδρα ξένο προς τις αμαρτίες του σώματος, τον οποίο βλέπει και χαίρεται ο αγαθός θεός χαμογελώντας. Αν και πενθώ, διώχνω τη λύπη και τη στεναχώρια μου, όπως διδάχτηκα. Διότι οι υπηρέτες του αθάνατου θεού στη θλίψη τους γελάνε και συνεχίζουν να ζουν και νεκροί ακόμα και έχουν λάβει δώρα αντάξια των αξιοθρήνητων βασάνων τους φέροντας ήδη στεφάνια προοριζόμενα για τα κεφάλια τους, έχουν ήδη ξεχάσει τους αξιοθρήνητους πόνους τους, έχουν ικανοποιήσει τη δίψα τους αντικρίζοντας τον θεό, τον υιό του θεού, που τους χαμογελά δείχνοντας την εύνοιά του, χλευάζοντας/γελώντας θριαμβευτικά με τα (επίγεια) βάσανα και τους πόνους τους με περήφανη ψυχή, αν και έχοντας υποφέρει πολύ στη γη για κάποιο καιρό, έχουν τύχει της πιο αμόλυντης, ουράνιας δόξας. Έτσι και συ, έχοντας υποφέρει για λίγο καιρό, κέρδισες αμόλυντη δόξα. Διότι δεν έχεις πεθάνει, όντας πάντοτε πιστός στρατιώτης της Αγίας Τριάδας που δίνει ζωή. Τέτοιος άοκνος δούλος αποδείχτηκες πως είσαι, έχοντας απορρίψει τα εγκόσμια έργα και έχοντας διδάξει τους πιστούς να αποφεύγουν τον απηνή δαίμονα».

 

O νεκρός, το όνομα του οποίου πιθανώς αναφερόταν στο χαμένο τμήμα της επιγραφής, ήταν νεαρός σε ηλικία και πιστός χριστιανός, πιθανώς κληρικός. Σύμφωνα με το κείμενο, ο ενάρετος βίος του τον εξομοιώνει με την προνομιακή θέση των χριστιανών μαρτύρων στον Παράδεισο, εξασφαλίζοντας μια θέση δίπλα στον Κύριο Ιησού Χριστό. Σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, οι μάρτυρες, οι προφήτες και οι άγιοι μεταφέρονται και συναντούν τον Χριστό στον Παράδεισο, αμέσως μετά τον θάνατό τους. Απευθείας πρόσβαση στον Παράδεισο παραχωρείτο και σε άλλους πιστούς, οι οποίοι, όπως στη περίπτωση εδώ, διήγαν έναν εξόχως ενάρετο βίο, ο οποίος δεν περιλάμβανε απαραιτήτως τον μαρτυρικό θάνατο. Όλοι οι υπόλοιποι  νεκροί θα έπρεπε να αναμένουν την Ημέρα της Κρίσεως. Το λαμπερό μειδίαμα του Θεού προς τον νεκρό στους πρώτους στίχους συνδέεται με την αρετή της αγνότητας. Η σωματική και πνευματική αγνότητα, η οποία αναφέρεται συχνά σε επιγράμματα κληρικών και λαϊκών, είναι μία από τις αρετές εκείνες οι οποίες δύνανται να εξασφαλίσουν στον νεκρό μια προνομιούχα μεταθανάτια ζωή. Το μοτίβο αυτό συναντάται ήδη και σε μη χριστιανικές επιγραφές (κυρίως σε τάφους παιδιών ή ατόμων νεαρής ηλικίας). Η πρώτη ενότητα του κειμένου ολοκληρώνεται με τη δήλωση από την πλευρά του αφηγητή ότι δυσκολεύεται να συγκρατήσει τα συναισθήματά του, αλλά πως η χριστιανική διδασκαλία απαλύνει τον πόνο της απώλειας και του θανάτου. Ο στίχος αυτός παραπέμπει στην προτροπή του Απ. Παύλου (Α Θεσ. 4.13-14) προς τους πιστούς να μην θρηνούν για τους νεκρούς όπως οι άλλοι (οι άπιστοι), που δεν ελπίζουν στη σωτηρία δια της ανάστασης. Ο έπαινος του νεκρού στη συνέχεια δομείται μέσω μιας σειράς αντιθέσεων που περιγράφουν την κατάσταση των μαρτύρων πριν και μετά τον θάνατο: και στη θλίψη τους, γελούν· αν και νεκροί, συνεχίζουν να ζουν· αν και υπέστησαν βασανιστήρια, φορούν στεφάνια νίκης. Χλευάζουν τα επίγεια βάσανά τους και απολαμβάνουν αιώνια δόξα στους ουρανούς. Σβήνουν τη δίψα τους στον Παράδεισο αντικρίζοντας εκεί τον Χριστό να τους χαμογελά. Τα παραπάνω συνοδεύουν τις επαναλαμβανόμενες προτροπές του κλήρου και προς τους απλούς πιστούς να σπάσουν τους δεσμούς τους με τις κυρίαρχες αξίες και κοινωνικές συμβάσεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου σε βαθμό που ισοδυναμούσε με την ριζική αντιστροφή τους: ακτημοσύνη αντί για πλούτη· ταπείνωση, μαρτύριο και θάνατος ως νίκη, δόξα και αιώνια ζωή· ο αμόρφωτος είναι ο εκλεκτός αντί για τον μέχρι τότε σοφό· νηστεία, εγκράτεια και προσευχή αντί για τρυφηλές απολαύσεις. Πρόκειται για τα θεμέλια ενός νέου τύπου ανθρώπου, ο οποίος, αν και θλιμμένος και βασανιζόμενος,  παραμένει κατά παράδοξο τρόπο ήδη κατά την επίγεια παρουσία του πάντοτε χαρούμενος.

Παρομοίως, το γέλιο μαζί με τους αστεϊσμούς φορτίζονται αρνητικά, ταυτιζόμενα με τις επίγειες εξαρτήσεις, τις πορνικές απολαύσεις και τα διαλυτικά πάθη του σώματος που οι διαβολικές διασκεδάσεις του θεάτρου και του ιππόδρομου, μεταξύ άλλων, γεννούσαν στις ψυχές των πιστών. Σημεία αναφοράς για τη στάση αυτή των πατερικών νουθεσιών υπήρξαν κυρίως τα παραπάνω λόγια του Ιησού και του Παύλου όπως επίσης η φράση του δεύτερου (Εφεσ. 5.3-4): «Αφού ανήκετε στον Θεό, δεν πρέπει ούτε καν λόγος να γίνεται μεταξύ σας για ακολασία και κάθε είδους ηθική ακαθαρσία και πλεονεξία. Και επίσης δεν σας ταιριάζει η αισχρότητα, η μωρολογία και η ευτραπελία (= ανόητα ή προσβλητικά αστεία). Αυτό που σας ταιριάζει είναι λόγια ευγνωμοσύνης για τον Θεό». Στις συχνές αντιρρήσεις του ακροατηρίου του για την αθωότητα των αστεϊσμών ο Ιωάννης Χρυσόστομος θα επικαλεστεί τον Παύλο (PG 62.119): «Άκουσε ωστόσο ότι εκείνος [ο Παύλος] απέρριψε κάθε είδους ευτραπελία. Τώρα είναι καιρός πολέμου και μάχης, αγρυπνίας, προφύλαξης και παράταξης, καμία θέση δεν μπορεί να έχει η ώρα του γέλιου, διότι αυτό ανήκει στον κόσμο αυτό». Στα κηρύγματά του ο Ιωάννης θα στραφεί με τρόπο ασυμβίβαστο και πρωτοφανή για τα μέτρα του παγανιστικού κόσμου εναντίον του γέλιου και των αστεϊσμών θεωρώντας τα συμπτώματα και ταυτόχρονα αιτίες του εκφυλισμού της κοινωνίας και της ροπής προς την (σεξουαλική) αμαρτία. Η μόνη περίσταση όπου το γέλιο παρέμενε επιτρεπτό για τον καλό χριστιανό ήταν, σύμφωνα με τα πατερικά κείμενα, ένα νηφάλιο, ηθικά άμεμπτο, μετρημένο και στην κατάλληλη περίσταση χαμόγελο· για παράδειγμα (PG 63.122), «όταν δούμε φίλους που έχουμε πολύ καιρό να δούμε ή όταν δούμε κάποιους συνεσταλμένους και φοβισμένους να τους ενθαρρύνουμε με το χαμόγελο»

Bob Dylan | Knockin' on Heaven's Door

Mama, take this badge off of me I can’t use it anymore It’s gettin’ dark, too dark for me to see I feel like I’m knockin’ on heaven’s door Knock, knock, knockin’ on heaven’s door Knock, knock, knockin’ on heaven’s door

 

Αρκετά κειμενικά παράλληλα για μάρτυρες που γελούν ή χαμογελούν με τους οποίους ταυτίζεται εδώ ο νεκρός, μπορεί να βρει κανείς σε πρώιμα μαρτυρολόγια, αγιολογικούς και αποστολικούς βίους. Οι μάρτυρες εμφανίζονται να γελούν, να χαμογελούν και να εκδηλώνουν την χαρά τους στο αποκορύφωμα των διηγήσεων αυτών, κατά την ανάκρισή τους, εν αναμονή ή κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους. Στο Μαρτύριον τῶν Ἁγίων Κάρπου, Παπύλου καὶ Ἀγαθονίκης (38–39, 44, 2ος/3ος αι.) διαβάζουμε ότι ενώ τον κάρφωναν σε παλούκι στο αμφιθέατρο της Περγάμου για να τον κάψουν, ο Κάρπος φάνηκε να χαμογελά (προσεμειδίασεν). Με έκπληξη οι παριστάμενοι τον ρώτησαν «Τι τρέχει και γέλασες;». Εκείνος τους απάντησε: «είδα τη δόξα του Κυρίου και χάρηκα και επιπλέον απαλλάχτηκα από εσάς και ούτε μέτοχος των δικών σας αμαρτιών είμαι». Η εικόνα του καιόμενου Κάρπου ώθησε την Αγαθονίκη που ήταν στο πλήθος να πετάξει τα ρούχα της και να πηδήξει και εκείνη γεμάτη χαρά (ἀγαλλιωμένη) στην πυρά. Στα Πάθη της Περπέτουας και Φιλικάτης (18.1, 3ος/4ος αι.) διαβάζουμε ότι «όταν ξημέρωσε η ημέρα της νίκης βάδισαν με βήμα σταθερό από τη φυλακή στο αμφιθέατρο χαρούμενες, σαν να βασίζανε προς τον ουρανό, με πρόσωπα ήρεμα και λαμπερά και σαν να έτρεμαν αλλά όχι από φόβο αλλά από χαρά και συγκίνηση». Για τους μάρτυρες της Λυόν (1.34–35, 2.7, 2ος αι.) διαβάζουμε ότι «η χαρά της μαρτυρίας και η ελπίδα της επαγγελίας και η αγάπη του Χριστού και Πνεύμα του Κυρίου» τούς έκανε να βαδίζουν «με όψη χαρούμενη και λαμπερή προς τον θάνατο» σαν να παίρνουν μέρος σε γαμήλια γιορτή, αφήνοντας πίσω στους δικούς τους μόνο «χαρά και ειρήνη και ομόνοια και αγάπη».

Το Μαρτύριον του Αγίου Πιονίου τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ τῶν σὺν αὐτ(4.1–8, 7.3–5, 3ος αι.) μας προσφέρει αρκετά τέτοια στιγμιότυπα. Η απολογία του Πιονίου και των συντρόφων του λαμβάνει χώρα ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους στη ρωμαϊκή αγορά της Σμύρνης την ημέρα του εβραϊκού Πάσχα. Στην προτροπή του ιερέα της αυτοκρατορικής λατρείας να απαρνηθεί την πίστη του, ο Πιόνιος θα ξεκινήσει την απολογία του, μας λέει το κείμενο, με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά. Πιο κάτω καθώς ο ιερέας Πολέμων τού ζητά ξανά να τον υπακούσει, του λέει: «μακάρι εγώ να σας έπειθα να γίνετε εσείς χριστιανοί». Οι άλλοι γύρω του ξέσπασαν σε δυνατά γέλια και είπαν «δεν έχεις τέτοια δύναμη που να μας κάνεις να καούμε ζωντανοί». «Κάτι πολύ χειρότερο, τους απάντησε, να καείτε όντας νεκροί». Η χριστιανή Σαβίνα θα χαμογελάσει με τα λόγια του Πιονίου και ο ιερέας με τους δικούς του θα πουν: Γελάς; Και κείνη, «Εάν ο θεός θέλει, ναι, γιατί είμαστε χριστιανοί. Διότι όσοι πιστεύουμε στον Χριστό θα γελάσουμε χωρίς δισταγμούς σε χαρά αιώνια (ἀδιστάκτως γελάσουσιν ἐν χαρᾷ ἀϊδίῳ)», θυμίζοντας τώρα τα λόγια του Χριστού.

 Το χαμόγελο του μάρτυρα στους βίους εκφράζει ηθική ανωτερότητα  σε σχέση με τους βασανιστές του και τα πάθη του σώματος και καρτερικότητα, καθώς και την ακλόνητη βεβαιότητα ότι σύντομα θα συναντήσει τον Κύριό του. Ο χλευασμός ανήκε οπωσδήποτε εντός του ψυχολογικού φάσματος του μάρτυρα. Tην ύστατη ώρα του μαρτυρίου τους όταν οι σάρκες τους καίγονταν πάνω σε εσχάρες ο χαμογελαστός Άγιος Λαυρέντιος στη Ρώμη και τρεις ακόμα μάρτυρες στη Φρυγία (Αμβρόσιος De Officiis 1.41.207· Σωκράτης Ἐκκλ.Ἱστ. 3.15.6) θα έδιναν την ίδια πάνω κάτω απάντηση στον βασανιστή τους: «Ψήθηκα από τη μια, γύρισε με τώρα και από την άλλη για να με φας». Στην επιγραφή μας, η χρήση του ρ. ἐπεγγελάω (= περιγελώ, χλευάζω) εκφράζει ακριβώς την ανωτερότητα και τον χλευασμό του μάρτυρα προς τα πάθη της γήινης ύπαρξής του.

Bob Dylan | With God on Our Side

Through many dark hour I’ve been thinkin’ about this That Jesus Christ Was betrayed by a kiss But I can’t think for you You’ll have to decide Whether Judas Iscariot Had God on his side So now as I’m leavin’ I’m weary as Hell The confusion I’m feelin’ Ain’t no tongue can tell The words fill my head And fall to the floor If God’s on our side He’ll stop the next war

 

Όπως ήδη αναφέραμε, οι Πατέρες της Εκκλησίας θα επιμείνουν ιδιαίτερα στο ότι ο Ιησούς πουθενά δεν αναφέρεται στα ευαγγελικά κείμενα να γελά ή να χαμογελά, θεμελιώνοντας στο γεγονός αυτό την αντιγελαστική τους προκατάληψη. Άλλα σαφή τεκμήρια για αυτήν υπήρξαν η στάση του Ιησού κατά τα Πάθη αλλά και ο ηθικός πουριτανισμός του Παύλου. Πώς λοιπόν εξηγείται το χαμόγελο του Θεού/Ιησού στην επιγραφή;

Ο Ιησούς εμφανίζεται όντως να γελά σε μια ομάδα απόκρυφων κειμένων του 4ου αιώνα κυρίως από την Ναγκ Χαμαντί της Άνω Αιγύπτου τα οποία χαρακτηρίζονται ως γνωστικά ή σηθωνιακά. Σε αυτά ο Ιησούς γελά ειρωνικά προς τους μαθητές του, οι οποίοι δεν κατανοούν το πραγματικό νόημα της διδασκαλίας του. Στην Αποκάλυψη Πέτρου (81-3, 2ος/3ος αι.), ο Πέτρος εξιστορεί ένα αποκαλυπτικό όραμα όπου ενώ ο Χριστός συλλαμβάνεται και σταυρώνεται, ο αληθινός Σωτήρας παρακολουθεί γελώντας τη σκηνή της σταύρωσης από ψηλά και του αποκαλύπτεται. Σε μια παραλλαγή του ίδιου θέματος ο Σίμων ο Κυρηναίος λαμβάνει τη θέση του Ιησού και πάνω στον σταυρό. Και εδώ ο Ιησούς γελάει υπεροπτικά με την άγνοια των ανθρώπων. Στην ελληνική έκδοση του απόκρυφου ευαγγελίου του Θωμά ο Ιησούς παιδί γελάει με την απελπισία που προκαλεί στον διδάσκαλό του. Στα παραδείγματα αυτά, το υπεροπτικό γέλιο του Ιησού ταιριάζει περισσότερο με τον τρόπο που λειτουργεί το γέλιο στην Παλαιά Διαθήκη αλλά και τον τρόπο που και ο ίδιος ο θεός Γιαχβέ παρουσιάζεται εκεί να γελάει.

Ωστόσο, πιο συναφές με το γέλιο του Ιησού στην επιγραφή είναι μια σειρά από απόκρυφες διηγήσεις περί επιφανειών του Χριστού στους αποστόλους του. Στις Πράξεις Πέτρου (16, 3ος/4ος αι.), ο Πέτρος είδε σε όνειρο τον Ιησού ντυμένο στο φως να του χαμογελά και να του αποκαλύπτει τα μελλούμενα. Στις Πράξεις Παύλου (32, 2ος αι.), ένα νεαρό αγόρι, το οποίο το κείμενο ταυτίζει με τον Ιησού, εμφανίζεται στον φυλακισμένο Παύλο χαμογελώντας (μειδειάσαντος) και τον απελευθερώνει από τα δεσμά του, γεμίζοντάς τον με τη χαρά του Παραδείσου. Η επιφάνεια του μειδιώντος Ιησού στον επίσκοπο Μεδιολάνων Αμβρόσιο, όπως περιγράφεται στον Βίο του, ως προάγγελου του επικείμενου θανάτου του αγίου, προσθέτει σε σχέση με τα προηγούμενα το περί τελευτής περικείμενο του γέλιου. Κατά μίμηση των οραμάτων του Ιησού, μάρτυρες, άγιοι και άγγελοι αναφέρονται ως φωτεινές, χαμογελαστές μορφές σε οράματα. Για αρκετούς μελετητές το μοτίβο του χαμογελαστού, ευμενώς διακείμενου Ιησού και των αγίων, στις πρώιμες απόκρυφες διηγήσεις, μαρτυρολόγια και θαυματουργικές ιάσεις αποτελεί δάνειο αρχαίων θεϊκών επιφανειών σε θνητούς. Ακόμα πιο κοντά στην υπό εξέταση περίπτωση μοιάζει να τοποθετείται ένα όραμα από τον βίο του μάρτυρα Μαριανού (Musurillo 1972, 203, στ. 6). Καθώς εκείνος καλείται να παρουσιαστεί στο ουράνιο δικαστήριο, ο ήδη μαρτυρήσας άγιος Κυπριανός τον καλωσορίζει με ένα χαμόγελο και του ζητά να καθίσει κοντά του. Ένα αντίστοιχο καλωσόρισμα στον Παράδεισο από τον Θεό –χωρίς όμως χαμόγελο– περιγράφεται σε όραμα της Αγίας Περπέτουας στη φυλακή λίγο πριν μαρτυρήσει (Μαρτ. Περπετ. 4.9).

«Είδα μια τεράστια χάλκινη κλίμακα που έφτανε ως τον ουρανό. […] Και είδα μπροστά μου έναν τεράστιο κήπο και στη μέση του κήπου να κάθεται ένας ασπρομάλλης άνθρωπος, υπερμεγέθης, και ν’ αρμέγει τα πρόβατα ντυμένος σαν ποιμένας. Και γύρω του στέκονταν πολλές χιλιάδες λευκοντυμένων. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι, με είδε και είπε: «Καλώς ήρθες, παιδί μου». Και με κάλεσε και μου έδωσε από το τυρί, που άρμεγε, σαν να’ τανε ψωμί. Και εγώ ενώνοντας τα χέρια μου το πήρα και το έφαγα και όλοι οι παριστάμενοι είπαν «αμήν».

 

Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το χαμόγελο του Θεού/Ιησού προς τον νεκρό και προς τους μάρτυρες της επιγραφής λαμβάνει χώρα στον Παράδεισο. Οι μάρτυρες βρίσκονται ήδη εκεί θριαμβευτές, ικανοποιούν τη δίψα τους και συναντούν τον Κύριο τους σε κλίμα χαράς και αγαλλίασης, στοιχεία που επαναλαμβάνονται στις αναπαραστάσεις του χριστιανικού Παραδείσου. Η σημασία που δίνεται στη στιγμή της έλευσης του πιστού χριστιανού στον Παράδεισο και της συνάντησής του με τον Ιησού ή όσους βρίσκονται ήδη εκεί, αλλά και το γεγονός ότι σε λίγες έστω περιπτώσεις αναφέρεται πως εκείνοι χαμογελούν προς τους καταφθάνοντες εκεί πιστούς, τοποθετεί το χαμόγελο του Ιησού τη στιγμή ακριβώς του φιλικού ανταμώματός του με τους νεοεισελθόντες πιστούς. Το εγκάρδιο συναπάντημα της παραδείσιας πολιτείας αναπαράγει τις εγκάρδιες συναθροίσεις των χριστιανικών κοινοτήτων της ύστερης αυτοκρατορίας. Σε αυτήν ακριβώς την ξεχωριστή σχέση στοργής του χριστιανού με τον θεό του και την αίσθηση της αδελφοσύνης μεταξύ των μελών της κοινότητας δεν όφειλε άλλωστε ο χριστιανισμός την επιτυχία του;

Το χαμόγελο του Θεού/Ιησού στην επιγραφή μας λειτουργεί παραμυθητικά ως ένα σπάνιο δείγμα  οπτικοποιημένης μετωνυμίας της παραδείσιας χαράς αλλά και της πνευματικής αγαλλίασης που ο ίδιος ο Θεός/Ιησούς ενσαρκώνει για τον πιστό. Σε αντίθεση με τους αρχαίους θεούς, οι οποίοι μπορούν να γελούν διασκεδάζοντας μεταξύ τους ή σαρδόνια και υπεροπτικά εις βάρος των θνητών, το χαμόγελο του Ιησού φαίνεται να εκφράζει τα συναισθήματα ενός στοργικού Πατέρα-Θεού: «Καλώς ήρθες, παιδί μου», ακούει η Περπέτουα να της λέει ο Θεός στον Παράδεισο.

Depeche Mode | Blasphemous Rumours

Fighting back the tears Mother reads the note again 16 candles burn in her mind She takes the blame It’s always the same She goes down on her knees And prays I don’t want to start Any blasphemous rumours But I think that God’s Got a sick sense of humour And when I die I expect to find him laughing

 

Ιδέες και συναισθήματα που συναντήσαμε εδώ και σχετίζονται με την φθαρτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και το γεγονός του θανάτου μάς συνοδεύουν μέχρι σήμερα: η δυσκολία να συμβιβαστεί κανείς με την απώλεια και το τέλος της ζωής αναγκάζει τους ανθρώπους γύρω μας να καταφεύγουν στις ίδιες εσχατολογικές παραμυθίες («στη γειτονιά των αγγέλων», «ο στοργικός Θεός τον πήρε κοντά του πρόωρα», «μας βλέπει και χαμογελά από ψηλά» «θα συναντηθούμε ξανά»). 

Η πραγματική πρόκληση για τον ερευνητή είναι να ανακαλύψει τι πραγματικά πίστευαν οι άνθρωποι για τη μετά θάνατον ζωή σε σχέση με αυτά που συχνά κανείς διαβάζει σε κείμενα και επιγραφές. Ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό η εχθρότητα για το γέλιο ως κομμάτι του ριζοσπαστικού χριστιανικού κηρύγματος για σωματική και πνευματική αυτοπειθαρχία και οι μηχανισμοί συμμόρφωσης ως προς αυτή μεταφράστηκαν σε μια σειρά από αλλαγές σε πρακτικό επίπεδο.

Οι περιγραφές των πρώιμων μαρτυρολογίων που είδαμε παραπάνω υπήρξαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της χριστιανικής ταυτότητας, της στάσης ζωής των μελών της κοινότητας, των αντιλήψεων για το επέκεινα, αλλά και την χριστιανική τέχνη. Επιπλέον, οι διηγήσεις αυτές ενσωματώθηκαν σε εκείνες για την αυταπάρνηση και τη θυσία μεσαιωνικών ηρώων, εθνομαρτύρων, αγωνιστών της ελευθερίας, ενός πιο δίκαιου κόσμου. Όσοι τους θαύμαζαν και εμπνέονταν από το παράδειγμα και τα οράματά τους, τους φαντάζονταν ατρόμητους μπροστά στο θάνατο και χλευαστικούς απέναντι στις ταλαιπωρίες και τους υπαίτιους αυτών, κάποιες φορές και χαμογελαστούς στην τραγική τους μοίρα.

Braveheart (Mel Gibson, 1995)

Πηγή έμπνευσης για τους πασίγνωστους στίχους του τραγουδιού Πάντα Γελαστοί του Δημήτρη Μητροπάνου υπήρξε για τον στιχουργό Άλκη Αλκαίο ο θάνατος δύο σύγχρονων για κείνον μαρτύρων που τους φαντάστηκε να χαμογελούν λίγο πριν τον θάνατό τους, το έτος 1996: ήταν των Κύπριων Τάσσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού και του αναρχικού και απεργού πείνας Χριστόφορου Μαρίνου. Κάτω από τον τίτλο του τραγουδιού, διαβάζουμε: «Ισαάκ και Σολωμού και Μαρίνου Μαρτύρων».

Δημητρης Μητροπανος | Παντα Γελαστοι

Της νύχτας οι αμαρτωλοί Και της αυγής οι μόνοι Θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο Και νευρικό τιμόνι Σε τόπους τριγυρίζουνε Σβησμένους απ' το χάρτη Για μια σταγόνα ουρανό Για μιαν αγάπη σκάρτη Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι Με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη Στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι Πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί Πάντα γελαστοί και γελασμένοι

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία για το Γέλιο στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα/Βυζάντιο

Μιχαήλ Μπαχτίν, Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του. Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, Ηράκλειο 2019.

Mary Beard, Laughter in Ancient Rome. On Joking, Tickling, and Cracking Up, Μπέρκλεϋ/Λος Άντζελες/Λονδίνο 2014.

Jan Bremmer, Herman Roodenburg (επιμ.), Η πολιτισμική ιστορία του χιούμορ. Από την αρχαιότητα έως τη σημερινή εποχή (μτφρ. Γ. Δίπλας), Αθήνα 2005.

Μαίρη Ι. Γιόση, Αλεξάνδρα Δ. Μελίστα (επιμ.), Ἐξαίσιοι γέλωτες. Το γέλιο στην αρχαία ελληνική γραμματεία, Αθήνα 2017.

John R. Clarke, Looking at Laughter. Humor, Power and Transgression in Roman Visual Culture, 100 B.C.-A.D. 250, Μπέρκλεϋ/Λος Άντζελες/Λονδίνο 2007.

Umberto Eco, Το όνομα του ρόδου (μτφρ. Ε. Καλλιφατίδη) Αθήνα 2012 (μυθιστόρημα). 

Stephen Halliwell, Το γέλιο στην αρχαία Ελλάδα. Μια μελέτη πολιτισμικής ψυχολογίας από τον Όμηρο μέχρι τον πρώιμο χριστιανισμό (μτφρ. Ν.Π. Μπεζαντάκος), Αθήνα 2024.

Clementina Mazzucco (επιμ.), Riso e comicità nel cristianesimo antico, Alessandria, 2007.

Soundtrack

Life is a Cabaret (John Kander/Fred Ebb, Cabaret 1966)

Always Look on the Bright Side of Life (Monty Python, Monty Python’s Life of Brian, 1979)

Auferstanden aus Ruinen (Ύμνος Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 1949)

Knockin’ on Heaven’s Door (Bob Dylan, Pat Garrett & Billy the Kid, 1973)

With God on Our Side, (Bob Dylan, The Times They Are A-Changin’, 1964)

Blasphemous Rumours / Somebody (Depeche Mode, Some Great Reward, 1984)

Πάντα Γελαστοί (Δημήτρης Μητροπάνος, Στου Αιώνα την Παράγκα, 1996)

Extras

Ι’ll be Missing You (Puff Daddy/Faith Evans feat. 112, No Way Out, 1997)

Θα Σημάνουν οι Καμπάνες (Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Με τον Γρηγόρη, 1966)