Η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα χαρακτηρίζεται από ευφάνταστο πλουραλισμό ως προς τις αντιλήψεις της για το επέκεινα. Η κατανόηση των αντιλήψεων αυτών προσκρούει όχι μόνο στην πληθώρα και ποικιλία των σχετικών αναφορών που διαθέτουμε αλλά και στο ουσιαστικό ερώτημα του τι πίστευαν πραγματικά οι άνθρωποι για το επέκεινα σε σχέση με ό,τι επέλεγαν να εξιστορούν σχετικά με αυτό σε λογοτεχνικά κείμενα, ταφόπλακες ή διαμέσου της τέχνης τους. Σε μια εποχή που διακρίνεται για το πλούσιο υπόστρωμα ποικίλων όσο και αντιφατικών αντιλήψεων για τη μεταθανάτια ζωή ο χριστιανισμός ήρθε να αντιπαρατεθεί με κάποιες από αυτές ή να εμπλουτίσει κάποιες άλλες, όπως, για παράδειγμα, την ιδέα της ανάστασης των νεκρών (ιδέα τόσο παράδοξη μέχρι τότε, που προκαλούσε τη χλεύη των εθνικών).
Αν και οι αντιλήψεις για τη μεταθανάτια ζωή στον ελληνορωμαϊκό κόσμο ποικίλουν αρκετά μεταξύ τους, η πιο ανθεκτική και διαδομένη από αυτές υπήρξε εκείνη μιας μίζερης και άυλης ύπαρξης στον Άδη. Ο Άδης, που αποκαλείται ἀμείδητος και δακρυχαρής, περιγράφεται ως ένας σκοτεινός τόπος, όπου το γέλιο δεν έχει καμία θέση. Για όσους πάλι λόγω των αρετών τους, του νεαρού της ηλικίας τους ή προηγούμενης μύησής τους σε κάποια μυστηριακή λατρεία, εξασφάλιζαν μια VIP θέση στα Ηλύσια Πεδία, στη Νήσο των Μακάρων, στον Όλυμπο ή μεταξύ των αστέρων, η διαμονή τους εκεί χαρακτηρίζεται μεν ευχάριστη, αλλά χωρίς σαφή αναφορά στο στοιχείο του γέλιου. Εξαίρεση αποτελεί ένα επιτύμβιο επίγραμμα από την Σμύρνη του 3ου αι. μ.Χ. (Merkelbach, Stauber, SGO 1:547, 05/01/64), το οποίο μάλιστα παρουσιάζει τον θεό Δία και τους άλλους θεούς να χαμογελούν προς τον νεαρό νεκρό.








